σταλινισμό

σταλινισμό
Stalincilik, Stalinizm

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σταλινικός — ή, ό, Ν [Στάλιν] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Στάλιν και στον σταλινισμό, αυτός που εμπνέεται από τη θεωρία και τη μεθοδολογία τού σταλινισμού 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο σταλινικός, η σταλινική ο σταλινιστής …   Dictionary of Greek

  • Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Μαλρό, Αντρέ — (Andre Malraux, Παρίσι 1901 – 1976). Γάλλος συγγραφέας, αρχαιολόγος, θεωρητικός της τέχνης και πολιτικός. Ήταν παδί πλούσιας αστικής οικογένειας. Φοίτησε στο λύκειο Γκοντορσέ και κατόπιν στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών του Παρισιού, την οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”